- χόριο(ν)
- το анат.1) собственно кожа; 2) послед
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χόριο — το / χόριον, ΝΜΑ ο τελευταίος προς τα έξω υμένας που περιβάλλει το έμβρυο νεοελλ. 1. (εμβρυολ. ανατ.) ο εξώτατος εμβρυογενής υμένας τού εμβρύου, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τον βλεννογόνο τής μήτρας 2. ανατ. α) το πυκνό και ανθεκτικό στρώμα τού… … Dictionary of Greek
χόριο — το η στιβάδα του δέρματος που βρίσκεται αμέσως κάτω από την επιδερμίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
ενδομήτριο — Βλεννογόνος που επενδύει την κοιλότητα της μήτρας. Περιλαμβάνει τους ενδομήτριους αδένες και το χόριο, έναν συνδετικοαγγειακό ιστό γύρω από αυτούς. Η πυκνότητα, η δομή και η κυτταρική μορφή του εξαρτώνται από την έκκριση θυλακίνης και ωχρίνης της … Dictionary of Greek
μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… … Dictionary of Greek
Choroïde — Schéma d’une section transversale de l’œil humain ; la choroïde est en violet … Wikipédia en Français
άμνιο — Εμβρυϊκή μεμβράνη των ερπετών, των πτηνών και των θηλαστικών. Το έμβρυο στα σπονδυλωτά αυτά αναπτύσσεται μέσα σε έναν σάκο που είναι γεμάτος με υγρό. Τα τοιχώματά του έχουν δύο στρώσεις από επιθήλιο με μεσόδερμα και κοιλωματικό χώρο μεταξύ τους… … Dictionary of Greek
λάχνη — η (Α λάχνη) το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.) νεοελλ. στον πληθ. οι λάχνες ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν τής επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο… … Dictionary of Greek
μικροπύλη — η 1. βιολ. μικροσκοπική οπή που βρίσκεται στον πρόσθιο πόλο τού ωαρίου τών εντόμων και διά μέσου τής οποίας εισέρχονται τα σπερματοζωάρια διασχίζοντας το χόριο και τό γονιμοποιούν 2. βοτ. μικρό άνοιγμα μεταξύ τών άκρων τών χιτώνων στην κορυφή τής … Dictionary of Greek
οζίδιο — το [όζος (Ι)] 1. ιατρ. περιγεγραμμένος υποστρόγγυλος, μάλλον σκληρός και ψηλαφητός σχηματισμός που εντοπίζεται στο χόριο ή στον υποδόριο ιστό 2. ανατ. ανατομικός οζιδιοειδής σχηματισμός σε διάφορα μέρη τού σώματος 3. (βιοχ.) ο οζίτης … Dictionary of Greek
υποδερμίδα — η / ὑποδερμίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. ο συνδετικός ιστός τού δέρματος κάτω από το χόριο 2. ζωολ. κάθε ιστός που βρίσκεται κάτω από το γνήσιο καλυπτήριο σύστημα, δηλαδή η επιφανειακή πλευρά κάτω από το δέρμα τών σπονδυλοζώων, ή κάτω από τους ιστούς… … Dictionary of Greek